ἀνάψω

ἀνάψω
ἀνά̱ψω , ἀνάπτω
make fast on
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀνάπτω
make fast on
aor subj act 1st sg
ἀνάπτω
make fast on
fut ind act 1st sg
ἀνά̱ψω , ἀνάπτω
make fast on
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀνάπτω
make fast on
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

  • καντήλι — το μικρή καντήλα: Πήγα στο ερημοκλήσι αυτό να ανάψω τα καντήλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάμα — το, ατος 1. ό,τι τάζει κανείς, η υπόσχεση, το τάξιμο: Το χω τάμα ν ανάψω μεγάλη λαμπάδα. 2. αφιέρωμα, χάρισμα στο Θεό ή σε άγιο: Η εικόνα είναι γεμάτη τάματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”